- τυρεμπόριο
- το, Ν [τυρέμπορος]εμπόριο τυριού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τυρεμπόριο — το το χοντρικό εμπόριο του τυριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)